- φιλονείκῳ
- φιλόνεικοςmasc/fem/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φιλονεικώ — φιλονεικῶ, έω, ΝΜΑ (δ. γρφ.) βλ. φιλονικώ … Dictionary of Greek
φιλονεικῶ — φιλονεικέω pres subj act 1st sg (attic epic doric) φιλονεικέω pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερίζω — (AM ἐρίζω) [έριδα] 1. φιλονεικώ, μαλώνω, τσακώνομαι, λογομαχώ («γυναίκες ερίζουσαι περί τού ποία είχε σειράν να γεμίσει», Παπαδ.) 2. είμαι αντίπαλος κάποιου, παραβγαίνω, συναγωνίζομαι ανταγωνίζομαι μσν. προσπαθώ να μιμηθώ κάποιον αρχ. μσν.… … Dictionary of Greek
καταφιλονεικώ — (Α καταφιλονεικῶ, έω) (επιτ. τ. τού φιλονεικώ) νεοελλ. (για πρόσ.) φιλονεικώ έντονα, με πείσμα αρχ. αμφισβητώ κάτι τελείως … Dictionary of Greek
φιλονικώ — και φιλονεικώ / φιλονικῶ και φιλονεικῶ, έω, ΝΜΑ [φιλόνικος / φιλόνεικος] 1. αγαπώ τις έριδες, μού αρέσει να διαπληκτίζομαι, καβγαδίζω, τσακώνομαι, μαλώνω αρχ. 1. (με θετ. σημ.) αμιλλώμαι, συναγωνίζομαι 2. προσπαθώ, αγωνίζομαι, πασχίζω («κἄν… … Dictionary of Greek
έρχομαι — και έρχουμαι (AM ἔρχομαι) 1. κατευθύνομαι ή πλησιάζω σε κάποιον τόπο ή σε κάποιον πρόσωπο (α. «καὶ ἐπὶ πόλιν δυνατωτάτην νῡν ἐρχόμεθα», Θουκ. β. «τον είδα νά ΄ρχεται προς το μέρος μου») 2. επιστρέφω, γυρίζω πίσω (α. «οὔτ΄ Ὀδυσεὺς ἔτι οἶκον… … Dictionary of Greek
επήριστος — ἐπήριστος, ον (Μ) αυτός για τον οποίο αξίζει να ξεσπάσει έρις ή άμιλλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + εριστός (< ερίζω «φιλονεικώ»), το η λόγω τής λειτουργίας τού νόμου τής εκτάσεως εν συνθέσει] … Dictionary of Greek
επιφιλονεικώ — ἐπιφιλονεικῶ, έω (Α) [επιφιλόνεικος] φιλονεικώ επί πλέον ή εναντίον κάποιου … Dictionary of Greek
εριδαίνω — ἐριδαίνω (Α) [έρις] 1. μαλώνω, λογομαχώ, φιλονεικώ («αὔτως γὰρ ῥ’ ἐπέεσσ’ ἐριδαίνομεν», Ομ. Ιλ.) 2. αγωνίζομαι, διαγωνίζομαι για κάτι, αντιμάχομαι, αμιλλώμαι («εἵνεκα τῆς ἀρετῆς ἐριδαίνομεν», Ομ. Οδ.) … Dictionary of Greek
εριδμαίνω — ἐριδμαίνω (Α) 1. ερεθίζω («σφήκεσσιν... οὓς παῑδες ἐριδμαίνουσιν», Ομ. Ιλ.) 2. φιλονεικώ, ερίζω, εριδαίνω 3. κινώ σε φιλονεικία 4. (με δοτ.) συναγωνίζομαι, αμιλλώμαι φιλικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερις (θ. εριδ ), αναλογικά προς τα ρήματα σε μαίνω (πρβλ.… … Dictionary of Greek